- πρῳρατικός
- πρῳρ-ᾱτικός, ή, όν,A of or for a
πρῳράτης, ἑδώλιον Poll.1.89
.II Subst. -κή, ἡ, prowawning, PCair.Zen.54.13,27 (iii B.C., πρωιρ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρῳράτης, ἑδώλιον Poll.1.89
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωρατικός — ή, ό / πρῳρατικός, ή, όν, ΝΑ [πρῳράτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωράτη («πρῳρατικὸν ἑδώλιον», Πολυδ.) νεοελλ. φρ. α) «πρωρατικά έργα» εργασίες που εκτελούνται στο πλοίο ή στον ναύσταθμο υπό την επίβλεψη τών πρωρέων ή ναυκλήρων, όπως… … Dictionary of Greek